- κατηχούμενον
- και κατηχουμένιον και κατηχουμενείον / κατηχούμενον και κατηχουμένιον και κατηχουμενεῑον, τὸ (AM)1. μέρος τού ναού όπου στέκονταν οι κατηχούμενοι, θέση τών κατηχουμένων2. σπαν. ο γυναικωνίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. μέσου ενεστ. τού ρ. κατηχῶοι τ. κατηχουμένων κατηχουμενεῖον < κατηχούμενον + κατάλ. -ιον / -εῖον].
Dictionary of Greek. 2013.